ψύλλιο

ψύλλιο
και ψυλλίο(ν), το / ψύλλιον και ψυλλίον, ΝΑ, και ψύλλειον Α [φύλλα]
είδος φυτού που σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ψυλλόχορτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… …   Dictionary of Greek

  • κυνόμυια — κυνόμυια, ἡ (Α) 1. κυνάμυια* 2. το φυτό ψύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό μυια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”